Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

JOSEPH ROTH HOTEL SAVOY


JOSEPH ROTH HOTEL SAVOY, μεταφράση Μαρίας ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ, εκδόσεις ΑΓΡΑ, ΑΘΗΝΑ 2007

Είμαι ευγνώμων που αφήνω γι` άλλη μια φορά τα πάντα κι ετοιμάζομαι να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή – όπως έχω κάνει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια. [σελ. 10]

Είναι τόσα πολλά αυτά που μπορεί να ρουφήξει κανείς μέσα του κι όμως να μείνει ίδιος κι απαράλλαχτος στο κορμί, στην περπατησιά, στο φέρσιμό του. Μπορεί να πιεί από εκατομμύρια ποτήρια και η δίψα του να μην χορταίνει ˙ σαν το ουράνιο τόξο, που λαμπυρίζει σ` όλα τα χρώματα, αλλά παραμένει το ίδιο ουράνιο τόξο, με την ίδια πάντα χρωματική σκάλα. [σελ.11]

Το δωμάτιο μου – ένα από τα πιο φτηνά του ξενοδοχείου – βρίσκεται στο έκτο πάτωμα κι έχει το νούμερο 703. Μ` αρέσει, είμαι λίγο προληπτικός με τους αριθμούς: το μηδενικό στη μέση μοιάζει με κυρία, που έχει δεξιά κι αριστερά της δυό κυρίους, έναν νέο κι έναν ηλικιωμένο. [σελ. 12]

Εδώ μένουν οι πλούσιοι. Κι ο Καλογερόπουλος, ο πονηρός, βάζει επίτηδες πίσω τα ρολόγια: οι πλούσιοι έχουν όλο τον καιρό δικό τους, δεν βιάζονται. [σελ.14]

Στην έξοδο περιμένω ˙ είναι πάλι όπως παλιά, όταν παιδί περίμενα στο πλαϊνό δρομάκι, χωμένος στους ίσκιους μιας εξώπορτας, κρυμμένος στην εσοχή του τοίχου, ώσπου ν` ακουστούν τα γρήγορα, νεανικά βήματα στο πλακόστρωτο, ώσπου ν` ανθίσουν σαν θαύμα τα βήματα από τις στέρφες πλάκες του πεζοδρομίου [σελ. 27-28]

Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy : απ` έξω έλαμπε, άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα, αλλά στα ψηλά του ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια, αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαμμένοι σε αέρινους τάφους ˙ κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων, που κάθονταν κάτω, ήσυχοι και βολεμένοι, δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα. [σελ.40]

Τη στιγμή αυτή μου φαίνεται λες κι ο Θάνατος έχει πάρει τη μορφή του γερασμένου «παιδιού του ασανσέρ» ˙ και στέκεται τώρα εδώ και περιμένει να πάρει μια ψυχή. [σελ. 59]

Καθίσαμε στην αίθουσα αναμονής της τρίτης θέσης, τριγυρισμένοι από τη φασαρία των μεθυσμένων. Κουβεντιάσαμε χαμηλόφωνα, αλλά δεν μας ξέφυγε όυτε λέξη, γιατί ακούγαμε με την καρδιά κι όχι με τα αυτιά. [σελ.83]

«Έχεις αρκετά λεφτά;» ρωτάω.
Μα ο Ζβονιμίρ δεν πληρώνει . Έχει πέσει στην παγίδα του Hotel Savoy.
Θυμάμαι μια κουβέντα του μακαρίτη του Σάντσιν. Αυτός – μια μέρα πριν πεθάνει – μου είπε ότι όλοι όσοι μένουν εδώ, είναι πιασμένοι στην παγίδα του Hotel Savoy Κανένας δεν ξεφεύγει από το Hotel Savoy.
Τον προειδοποίησα τον Ζβονιμίρ, αλλά δεν μ` άκουσε. [σελ.95]

Ο Θεός είχε τιμωρήσει αυτήν την πόλη με τα εργοστάσια. Τα εργοστάσια είναι η χειρότερη απ` τις τιμωρίες του Θεού. [σελ.101]

Οι άνθρωποι δεν είναι κακοί – φτάνει να `χουνε μπόλικο χώρο. [σελ.103]

Τέτοιες βροχερές μέρες η πόλη παρουσιάζεται με το πραγματικό της πρόσωπο. Η βροχή είναι η στολή της. Είναι μια πόλη βροχερή, μια πόλη απαρηγόρητη. […] Στον ουρανό είχαν γενική καθαριότητα και πετούσανε τις βρομιές τους στη γη. [σελ.119]

Τα χάλια τους είχαν οι άνθρωποι. Μόνοι τους έγραφαν το πεπρωμένο τους και θαρρούσαν πως τους το `γραφε ο Θεός. [σελ. 130]

Παρόλο που αυτός νοσταλγεί χωράφια κι εγώ δρόμους. Με κολλάει. Είναι σαν τα λαϊκά τραγούδια: όταν ο ένας τραγουδάει τραγούδι από την πατρίδα του , πιάνει ο άλλος το δικό του, και οι μελωδίες μοιάζουν, ταιριάζουν, είναι σαν τα διαφορετικά όργανα της ίδιας ορχήστρας. [σελ. 139]

Η Στάζια δεν ήξερε ότι δεν θα την έπαιρνα θριαμβευτής, αλλά ταπεινός κι ευγνώμων. Σήμερα καταλαβαίνω ότι είναι στη φύση των γυναικών να διστάζουν κι ότι τα ψέματά τους συγχωρούνται πριν καλά καλά ειπωθούν. [σελ. 147]

Οι γυναίκες δεν κάνουν τα λάθη τους όπως εμείς, από απροσεξία ή επιπολαιότητα. Οι γυναίκες κάνουν τα λάθη τους όταν είναι πολύ δυστυχισμένες. [σελ.149]

« Το ξενοδοχείο καίγεται», φωνάζει ο Ιγνάτιος. [σελ. 167 ]

Τον Ζβονιμίρ δεν τον ξαναείδα. [σελ. 169]

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Έρμαν Έσσε- Σιντάρτα

Έρμαν Έσσε, "Σιντάρτα", ένα ινδικό παραμύθι, εκδόσεις Καστανιώτη

Ο Έσσε είναι ταχυδακτυλουργός. Σαν τη φύση την άνοιξη, ντύνει τον κώδικά του με πλουμιστή φορεσιά. Ο αναγνώστης μαζεύει τον καρπό, τρώει γρήγορα και πετάει το κουκούτσι στο χώμα. Αλλά σ’ αυτό το κουκούτσι βρίσκεται η σοδειά, το ηλεκτρικό μήνυμα, ο κώδικας…
(λίγα λόγια για την δεύτερη έκδοση) Μαρία Παξινού

Και που μπορούσε κανείς να βρει τον Άτμαν, που κατοικούσε, που χτυπούσε η καρδιά του, που αλλού παρά στο ατομικό Εγώ, στο βαθύτερο, το αναλλοίωτο, που έχει ο καθένας μέσα του; Αλλά που, που υπήρχε αυτό το Εγώ, αυτό το βαθύτατο, το έσχατο; Δεν ήταν σάρκα και κόκαλα, δεν ήταν σκέψη ούτε συνείδηση, έτσι δίδασκαν οι σοφοί. (σελ. 16)

Κάποτε πέρασαν από την πόλη του Σιντάρτα σαμάνοι, περιπλανόμενοι ασκητές, τρεις λεπτοί, σβησμένοι άντρες, ούτε γέροι ούτε νέοι, με σκονισμένους και ματωμένους ώμους, σχεδόν γυμνοί, καμένοι από τον ήλιο, τυλιγμένοι στη μοναξιά, ξένοι και εχθρικοί για τον κόσμο, απόμακρα κι αδύνατα τσακάλια στο βασίλειο των ανθρώπων. Γύρω τους φυσούσε ένας ζεστός άνεμος σιωπηλής οδύνης, απομονωτικού καθήκοντος, άπονης άρνησης του εγώ. (σελ. 18)

«Σιντάρτα» είπε, «τι περιμένεις;»
«Ξέρεις τι».
«Θα στέκεσαι πάντα έτσι και θα περιμένεις, ώσπου να έρθει η μέρα, το μεσημέρι, το βράδυ;»
«Θα στέκομαι και θα περιμένω».
«Θα κουραστείς Σιντάρτα».
«Θα κουραστώ».
«Θα αποκοιμηθείς Σιντάρτα».
«Δεν θα αποκοιμηθώ».
«Θα πεθάνεις Σιντάρτα».
«Θα πεθάνω».
«Και προτιμάς να πεθάνεις παρά να υπακούσεις τον πατέρα σου;»
«Ο Σιντάρτα υπάκουε πάντα τον πατέρα του».
«Ώστε θα παραιτηθείς από την επιθυμία σου;»
«Ο Σιντάρτα θα κάνει ότι του πει ο πατέρας του».(σελ. 21)

Ένας μοναδικός σκοπός υπήρχε για τον Σιντάρτα: ν’ αδειάσει, να μείνει άδειος από δίψα, άδειος από επιθυμία, άδειος από όνειρα, άδειος από χαρά, από λύπη. Να σκοτώσει τον εαυτό του, να μην είναι πια Εγώ, να βρει την ηρεμία της αδειανής καρδιάς, να γνωρίσει την καθαρή σκέψη, αυτός ήταν ο σκοπός του. Όταν κατακτιόταν και πέθαινε όλος ο εαυτός, όταν σώπαινε κάθε αναζήτηση και κάθε λαχτάρα μέσα στην καρδιά, τότε έπρεπε να ξυπνήσει το τελευταίο, το βάθος της ύπαρξης, που δεν είναι πια Εγώ, το μεγάλο μυστικό. (σελ. 23-24)

Ένας ερωδιός πετούσε πάνω από το δάσος των μπαμπού- κι ο Σιντάρτα έκλεινε τον ερωδιό στην ψυχή του, πετούσε πάνω από δάση και οροσειρές, γινόταν ερωδιός, έτρωγε ψάρια, πεινούσε την πείνα των ερωδιών, μιλούσε με το κρώξιμό τους, πέθαινε το θάνατο των ερωδιών. (σελ. 24-25)

Κι ο Σιντάρτα είπε σιγανά, σαν να μιλούσε μόνος του: «Τι είναι η συγκέντρωση; Τι είναι η εγκατάλειψη του κορμιού; Τι είναι η νηστεία; Τι είναι το κράτημα της αναπνοής; Είναι φυγή από το Εγώ, είναι μια σύντομη απόδραση από την οδύνη της ύπαρξης, είναι σύντομη νάρκωση μπρος τον πόνο και την ανυπαρξία νοήματος στη ζωή. Ο ζευγολάτης βρίσκει στο πανδοχείο την ίδια φυγή, την ίδια σύντομη νάρκωση, πίνοντας μερικά ποτήρια κρασιού από ρύζι ή γάλα από καρύδα. Δεν νοιώθει πια το Εγώ του, δεν αισθάνεται πια άλλο τους πόνους της ζωής, βρίσκει μια σύντομη νάρκωση. Βρίσκει, σκυμμένος πάνω στο ποτήρι του με το κρασί, αυτό το ίδιο που βρίσκουν ο Σιντάρτα και ο Γκοβίντα όταν ξεφεύγουν με ατέλειωτες ασκήσεις από το κορμί τους και γλιστράνε στην ανυπαρξία. Έτσι είναι, Γκοβίντα». (σελ. 26-27)

Σκεφτόταν βαθιά, σαν νερό κατέβαινε ως τις ρίζες αυτής της σκέψης, ως εκεί που βρίσκονται οι αιτίες, γιατί σκέψη σημαίνει να γνωρίζεις τις αιτίες, έτσι του φαινόταν, και μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο οι σκέψεις γίνονται γνώσεις και δεν πάνε χαμένες, αλλά αποκτάνε σημασία και ακτινοβολούν το περιεχόμενο τους. (σελ. 45)

«…Πραγματικά κανένα πράγμα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη σκέψη μου, όσο αυτό το Εγώ, αυτό το αίνιγμα ότι είμαι ζωντανός, ότι είμαι ένας, χωρισμένος και διαφορετικός από τους άλλους, ότι είμαι ο Σιντάρτα! Κι όμως, για κανένα πράγμα στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ’ ότι για μένα, για τον Σιντάρτα!» (σελ. 46)

«…Κοίταξε Καμάλα: όταν ρίχνεις μια πέτρα στο νερό, βιάζεται να βρει το συντομότερο δρόμο για το βυθό. Έτσι γίνεται και όταν ο Σιντάρτα έχει ένα σκοπό, μια πρόθεση. Ο Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέφτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα από τα πράγματα του κόσμου όπως η πέτρα από το νερό, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να κινηθεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει. Ο σκοπός του τον τραβάει, γιατί δεν αφήνει να μπει στην ψυχή τουτίποτα αντίθετο στο στόχο του. Αυτό έμαθε ο Σιντάρτα από τους σαμάνους. Αυτό οι ανόητοι το ονομάζουν θαύμα και πιστεύουν πως προκαλείται από τους δαίμονες. Τίποτα δεν προέρχεται από τους δαίμονες, δεν υπάρχουν δαίμονες. Ο καθένας μπορεί να κάνει θαύματα, καθένας μπορεί να πετύχει το σκοπό του, αν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να νηστεύει». (σελ. 65)

Καμιά φορά ένοιωθε βαριά στο στήθος μια μισοσβησμένη σιγανή φωνή, που παραπονιόταν τόσο σιγανά, τον συμβούλευε τόσο απαλά, που μόλις την άκουγε. Τότε συνειδητοποιούσε για λίγη ώρα πως έκανε μια παράξενη ζωή, πως έκανε πράγματα που δεν ήταν παρά παιχνίδι, πως ήταν βέβαια ευχαριστημένος και κάποτε ένοιωθε χαρά, αλλά παρόλα αυτά η πραγματική ζωή κυλούσε δίπλα του χωρίς να τον αγγίζει. (σελ. 73)

«…Πες μου αγαπημένε μου: δεν εκπαιδεύεις τον γιο σου; Δεν τον εξαναγκάζεις; Δεν τον χτυπάς; Δεν τον τιμωρείς;»
«Όχι, Βαζουντέβα, δεν κάνω τίποτα από αυτά».
«Το ήξερα. Δεν τον εξαναγκάζεις, δεν τον χτυπάς, δεν τον διατάζεις, επειδή ξέρεις ότι η αδυναμία είναι δυνατότερη από την δύναμη, το νερό δυνατότερο από τον βράχο, η αγάπη ισχυρότερη από την ισχύ. Πολύ καλά, σε επαινώ. Αλλά δεν είναι αυταπάτη από μέρους σου να νομίζεις πως δεν τον εξαναγκάζεις, δεν τον τιμωρείς; Δεν τον δένεις σε δεσμά με την αγάπη σου;…»(σελ. 116)

«Να φέρεις μόνος σου τα βλαστάρια!» φώναξε αφρίζοντας, «δεν είμαι υπηρέτης σου. Ξέρω πως δεν με χτυπάς, μα δεν τολμάς να το κάνεις, ξέρω πως προσπαθείς να με τιμωρείς και να με μειώνεις διαρκώς με την ευσέβεια και με την επιείκεια σου. Θέλεις να γίνω σαν κι εσένα, το ίδιο ευσεβής, το ίδιο μαλακός, το ίδιο σοφός! Αλλά, άκουσε, προτιμώ να γίνω κλέφτης του δρόμου και δολοφόνος και να πάω στην κόλαση, για να σε βλάψω, παρά να γίνω σαν κι εσένα! Σε μισώ, δεν είσαι ο πατέρας μου ακόμα κι αν ήσουνα δέκα φορές ο εραστής της μητέρας μου!» (σελ. 120)

«…Δες Γκοβίντα μου, αυτή είναι μια από τις σκέψεις που ανακάλυψα: η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα». (σελ. 136)

Οι σύγχρονες νεανικές επαναστάσεις διαφέρουν από όλες τις προηγούμενες στο βαθμό που σαν στόχο τους δεν έχουν την αναμόρφωση της κοινωνίας αλλά την αλλαγή του ατόμου. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός που οδήγησε τις λογικές αρχές του ως τον παραλογισμό των έσχατων συνεπειών τους(*), ο πολιτισμός αυτός του επιστημονικού ορθολογισμού που έθρεψε τόσο την ωφελιμιστική, πρακτική αμερικάνικη παράδοση όσο και τον μαρξιστικό υλισμό, ο πολιτισμός αυτός που στέρησε τον άνθρωπο από τον Θεό κι από ένα μέρος της φύσης του, αυτός είναι ο κατηγορούμενος. Αμφισβητούμενη είναι η κοινωνική εκείνη οργάνωση της ανθρώπινης ζωής που αποκρούει σαν ύποπτη την ανθρώπινη ευτυχία, την χαρά, την απόλαυση, αποθεώνοντας ένα ασκητικό ιδανικό πειθαρχίας, ξηρού ορθολογισμού και ισοπεδωτικής εξίσωσης των ανθρώπινων όντων.
Μαρία Παξινού
(*)Καμύ

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Έντουιν Άμποτ-Η Επιπεδοχώρα


Έντουιν Άμποτ, "Η επιπεδοχώρα, μυθιστορία πολλών διαστάσεων" μετάφραση Τάσος Δαρβέρης, εκδόσεις Επιλογή


Πω, Πω, πόσο βιαστικά τετραγωνίζω τα λόγια μου

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ


Αφιερώνεται στους κατοίκους του χώρου γενικά και ιδιαίτερα στον H.C. από έναν ταπεινό κάτοικο της Επιπεδοχώρας με την ελπίδα ότι όπως εκείνος μυήθηκε στα μυστήρια των τριών διαστάσεων ενώ προηγούμενα ήταν ενήμερος μόνο των Δυο, έτσι και οι πολίτες εκείνης της περιοχής του Σύμπαντος θα στρέψουν τις φιλοδοξίες τους όλο και ψηλότερα, στα μυστικά των τεσσάρων, πέντε ή ακόμα και έξη διαστάσεων συνεισφέροντας έτσι στη διεύρυνση της φαντασίας και την πιθανή ανάπτυξη εκείνου του σπανιότατου και εξαιρετικού δώρου, της μετριοφροσύνης των ανώτερων όντων της πολυδιάστατης ανθρωπότητας.


Έχουμε πραγματικά τέσσερις διαστάσεις. Αλλά, ακόμα και στη σχετικότητα, δεν είναι όλες του ίδιου είδους. Μόνο τρεις είναι χωρικές. Η τέταρτη είναι χρονική και είμαστε ανίκανοι να κινηθούμε ελεύθερα στο χρόνο. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε μέρες περασμένες, ούτε να αποφύγουμε τον ερχομό του αύριο. Δεν μπορούμε ούτε να επισπεύσουμε ούτε να καθυστερήσουμε το ταξίδι μας στο μέλλον. Είμαστε σαν άτυχοι επιβάτες ενός γεμάτου ασανσέρ, που μας τραβά αμείληκτα προς τα πάμω, μέχρις ότου φτάσουμε στο πάτωμά μας εκεί βγαίνουμε σ' ένα μέρος όπου δεν υπάρχει χρόνος, ενώ το υλικό που συνέθετε τα σώματά μας συνεχίζει το ταξίδι του στο αδυσώπητο ασανσέρ- ίσως για πάντα. (από τον πρόλογο, σελ. 12-13)


Αλλοίμονο, πόσο δυνατή είναι αυτή η ομοιότητα που παντού τρέχει στα τυφλά και καταδιώκει την ανθρωπότητα σ' όλες τις διαστάσεις: Σημεία, Γραμμές, Τετράγωνα, Κύβοι, Υπερ-κύβοι-υποκείμεθα όλοι στα ίδια λάθη, όλοι στο ίδιο σκλάβοι των αντίστοιχων διαστασιακών προκαταλήψεών μας, όπως ένας από τους ποιητές της Χωροχώρας σας είπε κάποτε:

"Ένα άγγιγμα της Φύσης κάνει όλους τους κόσμους όμοιους".

(από τον πρόλογο, σελ. 17-18)


Η περιστασιακή ανάδειξη ενός Ισόπλευρου από τις γραμμές κολλήγων προγόνων καλωσορίζεται, όχι μονο από τους ίδιους τους φτωχούς κολλήγους, σαν μια αχτίδα φωτός στην μονότονη ρυπαρότητα της ύπαρξής τους, αλλά επίσης από την Αριστοκρατία στο σύνολό της, γιατί όλες οι ανώτερες τάξεις είναι εντελώς ενήμερες ότι, αυτά τα σπάνια φαινόμενα, ενώ εκχυδαϊζουν τα προνόμιά τους ελάχιστα ή καθόλου, χρησιμεύουν σαν αποτελεσματικότατος φραγμός ενάντια στην επανάσταση από τα κάτω. (σελ. 31)


Αν τα μυτερά μας Τρίγωνα της τάξης των Στρατιωτικών είναι τρομερά, μπορείτε αβίαστα να συμπεράνετε ότι πολύ πιο τρομερές είναι οι Γυναίκες μας. Γιατί , αν ο στρατιώτης είναι σφήνα, η γυναίκα είναι βελόνα, όντας, να το πούμε έτσι ολόκληρη σημείο, τουλάχιστο στα δυο άκρα της. Κι αν προσθέσετε και την ικανότητά της να γίνεται πραγματικά αόρατη κατά βουλήση, θα αντιληφθείτε ότι ένα θυληκό στην Επιπεδοχώρα δεν είναι ένα πλάσμα που το παίρνει κανείς στ' αστεία. (σελ. 32)


Φαίνεται πως εκείνος ο καημένος ο αδαής Μονάρχης-όπως ονόμαζε τον εαυτό του-ήταν πεπεισμένος ότι η Ευθεία Γραμμή που ονόμαζε Βασίλειό του, πάνω στην οποία περνούσε τη ζωή του, συνιστούσε ολόκληρο τον Κόσμο κι ακόμα ολόκληρο το Χώρο. Μη όντας ικανός ούτε να κινηθεί ούτε να δει , παρά μόνο πάνω στην Ευθεία του, δεν είχε αντίληψη για οτιδήποτε έξω από εκείνη . (σελ. 79)


"Κοίταξέ με-είμαι μια Γραμμή, η μακρύτερη στη Γραμμοχώρα, πάνω από δεκαπέντε εκατοστά χώρου" "Μήκους" προσπάθησα να διορθώσω. "Ανότητε" είπε εκείνος, "ο χώρος είναι Μήκος. Αν με ξαναδιακόψεις, θα δεις!" (σελ. 84)


"Ηλίθιο πλάσμα! Θεωρείς τον εαυτό σου την τελείωση της ύπαρξης, ενώ στην πραγματικότητα είσαι το ατελέστερο και βλακοδέστερο ον. Ισχυρίζεσαι ότι βλέπεις, ενώ δεν βλέπεις τίποτε πέρα από ένα σημείο! Καμαρώνεις συμπεραίνοντας την Ύπαρξη μιας Ευθείας, αλλά εγώ μπορώ να δω Ευθείες και να συμπεράνω την ύπαρξη Γωνιών, Τριγώνων, Τετραγώνων, Πενταγώνων, Εξαγώνων, ακόμα και Κύκλων. Γιατί να χάνω παραπάνω τα λόγια μου; Μου αρκεί το ότι είμαι η τελείωση του ατελούς εαυτού σου. Είσαι μια Γραμμή, αλλά είμαι μια Γραμμή Γραμμών, και στη χώρα μου ονομάζομαι Τετράγωνο, αλλά ακόμα και εγώ, άπειρα ανώτερος από σένα, είμαι μικρής σημασίας ανάμεσα στους μεγάλους ευγενείς της Επιπεδοχώρας, από όπου ήρθα να σε επισκεφθώ, με την ελπίδα να φωτίσω την άγνοιά σου. (σελ. 89)


Κοίταξε τούτο το άθλιο πλάσμα. Εκείνο το Σημείο είναι ένα Ον όπως εμείς, αλλά περιορισμένο στο Αδιαστατο Χάος. Ο ίδιος είναι ολόκληρος ο Κόσμος τους, ολοκληρο το Σύμπαν του, για κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό του δεν μπορεί να σχηματίσει αντίληψη, δεν γνωρίζει ούτε Μήκος, ούτε Πλάτος, ούτε Ύψος, γιατί δεν έχει καμμιά εμπειρία τους, αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη του αριθμού δύο, ούτε καμμια αντίληψη της έννοιας της πλειονότητας, γιατί είναι ο ίδιος Ένα και Όλα, όντας στην ουσία Τίποτε. Ωστόσο, σημείωσε την τέλεια αυταρέσκιά του, και μάθε τούτο το μάθημα: ότι το να είσαι αυτάρκης είναι πρόστυχο και ηλήθιο και ότι η ελπίδα είναι καλύτερη από την τυφλή και ανίκανη ευτυχία. (σελ. 122)


Ωστόσο συνεχίζω να υπάρχω, με την ελπίδα ότι αυτά τα Απομνημονεύματα, κατά κάποιον τρόπο-δεν ξέρω ποιον-μπορεί να βρουν τον δρόμο τους στο νου της Ανθρωπότητας Κάποιας Διάστασης και να καλλιεργήσουν μια φυλή ανταρτών που θα αρνηθούν να εγκλωβιστούν σε μια περιορισμένη Διαστατικότητα. (σελ. 132)


Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Πέτερ Χάντκε-Η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή του πέναλτι

Πέτερ Χάντκε, "Η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή το πέναλτι", εισαγωγή-μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδόσεις Εκκρεμές.

Ο Μπλοχ έχει διαρκώς την υποψία πως του στήνουν παγίδες, πως του κάνουν φάρσες. Είναι ανήσυχος, και αυτή η ανησυχία αποπραγματοποιεί το περιβάλλον στο οποίο κινείται, καθιστώντας το αφόρητο. Μας δίνει την εντύπωση ενός δρομέα, που τρέχει ανάμεσα σε παγερά τοπία, προσπαθώντας να δραπετεύσει. Όταν βρίσκεται στον κινηματογράφο ηρεμεί. Είναι μήπως η μόνη πραγματικότητα (αυτή της Τέχνης) που είναι σήμερα υποφερτή; (σελ. 14) (από την εισαγωγή του μεταφραστή)

Όλα τον ενοχλούσαν, γι’ αυτό προσπάθησε να προσέχει όσο το δυνατόν λιγότερα. Μέσα στην αίθουσα προβολής ανάσανε ξαλαφρωμένος. (σελ. 24)

Ο Μπλοχ ήταν ανήσυχος. Από την μια εκείνο το ενοχλητικό περιβάλλον που έβλεπε όταν είχε τα μάτια ανοιχτά, από την άλλη οι ακόμα πιο ενοχλητικές λέξεις για τα πράγματα που υπήρχαν μέσα σ’ αυτό όταν τα έκλεινε. «Μήπως φταίει το ότι πλάγιασα μαζί της;» αναρωτήθηκε. Μπήκε στο μπάνιο κι έμεινε πολλή ώρα κάτω από το ντους. (σελ. 38-39)

Η θέση δίπλα του ήταν τώρα αδειανή. Ο Μπλοχ κάθισε στην γωνιά κι ακούμπησε τα πόδια του στο μικρό πάγκο που ήταν απέναντι. Έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών του, έγειρε στο πλαϊνό παράθυρο και κοίταζε απέναντι. Έβαλε τα χέρια στο σβέρκο του, πέταξε με το πόδι κάτι ψίχουλα από τον πάγκο, πίεσε τα μπράτσα πάνω στ’ αυτιά του, παρατηρώντας τους αγκώνες του. Ακούμπησε τις εσωτερικές πλευρές των αγκώνων του στους κροτάφους του, έχωσε τη μύτη στα μανίκια του, έτριψε το πηγούνι με το μπράτσο του, κι άφησε το κεφάλι του να πέσει προς τα πίσω. Στύλωσε το βλέμμα του στο φωτισμό της οροφής, αλλά σε γινόταν τίποτα. Τελικά ξαναπήρε την κανονική του θέση, γιατί τίποτα δεν μπορούσε να τον ηρεμήσει. (σελ. 50-51)

Στην άκρη του δάσους κάθισε πάνω σ’ ένα κομμένο κορμό δένδρου. Ύστερα σηκώθηκε. Ύστερα ξανακάθισε και μέτρησε τα λεφτά του. Κοίταξε ολόγυρα. Αν και το έδαφος ήταν επίπεδο, είχε την εντύπωση πως ερχόταν κυματίζοντας κατά πάνω του και τον εκτόπιζε. Ήταν εκεί, στην άκρη του δάσους, και πιο πέρα ήταν το σπιτάκι του μετασχηματιστή, κι ύστερα ένα υπαίθριο γαλακτοπωλείο, μετά ένα χωράφι, μέσα στο χωράφι κάτι ανθρώπινες φιγούρες, κι εκεί στην άκρη του δάσους αυτός ο ίδιος. Καθόταν τόσο σιωπηλός, που στο τέλος ένιωθε σαν να’ χε απογειωθεί. Πολύ αργότερα πρόσεξε πως εκείνες οι ανθρώπινες φιγούρες μέσα στο χωράφι, ήταν χωροφύλακες με σκυλιά. (σελ. 68)

Σήμερα το πρωί λ.χ. περνώντας από ένα δρόμο, παραλίγο να τον πατήσει ένα αυτοκίνητο, γιατί βλέποντάς το είχε σκεφθεί, πως ώσπου να ‘ρθει το δεύτερο αυτοκίνητο, είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, το πρώτο δεν το είχε μετρήσει καν. Η ταβερνιάρισσα μίλησε, απλώς για να πει κάτι. (σελ. 72)

Την άλλη μέρα ξύπνησε λίγο πριν χαράξει. Όλα του φάνηκαν μεμιάς ανυπόφορα. Προσπάθησε να θυμηθεί αν ξύπνησε απ’ το γεγονός πως τα ‘βρισκε όλα ανυπόφορα. Το στρώμα του βούλιαζε, οι ντουλάπες και τα κομοδίνα βρίσκονταν πολύ μακριά, κολλημένα στους τοίχους, το ταβάνι ήταν πολύ ψηλό. Είχε τόση ησυχία στο μισοσκότεινο δωμάτιο, στο διάδρομο και προπάντων έξω στον δρόμο, που σκέφθηκε πως δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο. (σελ. 78-79)

Η ησυχία ήταν τόσο μεγάλη, που κανένας θόρυβος δεν μπορούσε να διακόψει τη σκέψη του, και επειδή από την μια το φως ήταν ήδη αρκετά δυνατό ώστε να βλέπει όλα τα αντικείμενα καθαρά κι από την άλλη η ησυχία τόσο απόλυτη, άρχισε να βλέπει τα πράγματα σαν διαφημιστές του ίδιου τους του εαυτού. (σελ. 79)

Βγαίνοντας ο Μπλοχ επανέλαβε τα λόγια της πωλήτριας : «Πρώτον…Δεύτερον…» Το ότι κάποιος ήταν σε θέση ν’ αρχίζει μια φράση, ξέροντας εκ των προτέρων πως θα την τελειώσει, το ‘βρισκε αφύσικο. (σελ. 113)

«Τώρα ο τερματοφύλακας σκέφτεται σε ποια γωνία θα σουτάρει ο άλλος» είπε ο Μπλοχ. Αν τον γνωρίζει καλά τον παίχτη αυτόν, τότε ξέρει και σε ποια γωνία προτιμάει να σουτάρει. Είναι όμως πιθανό να το σκεφτεί αυτό και ο άλλος που ετοιμάζεται να χτυπήσει την μπάλα. Σκέφτεται λοιπόν ο τερματοφύλακας, πως εκείνη την φορά θα διαλέξει την άλλη γωνία. Αν όμως συμβεί να κάνει ο παίχτης την ίδια σκέψη με τον τερματοφύλακα και διαλέξει την γωνία που συνηθίζει να διαλέγει;» (σελ. 157)

Ξαφνικά ο παίχτης άρχισε να τρέχει με φόρα. Ο τερματοφύλακας που φορούσε μια κατακίτρινη φανέλα έμεινε τελείως ακίνητος, και σε λίγο η μπάλα κατέληξε κατευθείαν στα χέρια του. (σελ. 158)

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Αντουάν ντε Σαιντ- Εξυπερύ


Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, "Ο μικρός πρίγκιπας", εκδόσεις Γνώση



Όλοι οι μεγάλοι ήταν κάποτε παιδιά (όμως λίγοι τους το θυμούνται) (σελ. 7)



Ευτυχώς για τη φήμη του αστεροειδή Β 612, ένας τούρκος δικτάτορας υποχρέωσε τους υπηκόους του, επί ποινή θανάτου, να ντύνονται ευρωπαϊκά. Ο αστρονόμος ξανάκανε την ανακοίνωσή του το 1920, φορώντας ένα πολύ κομψό κουστουμάκι. Και αυτή τη φορά όλοι συμφώνησαν με την άποψή του. (σελ. 19)



"Σύμφωνα με την εθιμοτυπία, δεν επιτρέπεται να χασμουριέσαι μπροστά στον βασιλιά", του είπε ο μονάρχης. "Σ' το απαγορεύω".

"Δεν μπορώ να κρατηθώ", απάντησε ταραγμένος ο μικρός πρίγκιπας. "Έκανα μεγάλο ταξίδι και δεν έχω κοιμηθεί..."

"Τότε", του είπε ο βασιλιάς, "σε διατάζω να χασμουρηθείς. Χρόνια έχω να δω κάποιον να χασμουριέται. Τα χασμουρητά είναι για μένα κάτι αξιοπερίεργο. Εμπρός, χασμουρήσου! Είναι διαταγή!"

"Ντρέπομαι τώρα... δεν μπορώ άλλο..." έκανε ο μικρός πρίγκιπας κοκκινίζοντας.

"Χμ! χμ!" απάντησε ο βασιλιάς. " Τότε... σε διατάζω πότε να χασμουριέσαι και πότε να ..."

Τραύλιζε λίγο και φαινόταν πειραγμένος.

Γιατί εκείνο που είχε σημασία γι' αυτόν ήταν να σέβονται την εξουσία του. Δεν άντεχε την ανυπακοή. Ήταν ένας απόλυτος μονάρχης. Επειδή όμως ήταν πολύ καλός, έδινε λογικές διαταγές. (σελ. 37)



"Τότε θα κρίνεις τον εαυτό σου", του απάντησε ο βασιλιάς. "Είναι το δυσκολότερο". Είναι πολύ πιο δύσκολο να κρίνεις τον εαυτό σου παρά να κρίνεις τον άλλο. Αν καταφέρεις να κρίνεις τον εαυτό σου σωστά, θα είσαι πραγματικά σοφός. (σελ. 40)



...Οι ματαιόδοξοι δεν ακούν παρά μόνο τους επαίνους.

"Με θαυμάζεις στ' αλήθεια πολύ;" ρώτησε το μικρό πρίγκιπα.

"Τι θα πει θαυμάζω;"

"Θαυμάζω θα πει ότι αναγνωρίζεις πως είμαι ο πιο ωραίος, ο πιο καλοντυμένος, ο πιο πλούσιος και ο πιο έξυπνος άνθρωπος του πλανήτη".

"Μα είσαι μόνος σου εδώ στον πλανήτη σου!"

"Ας είμαι! Εσύ κάνε μου την χχάρη να με θαυμάζεις!" (σελ. 43)



"Πως γίνεται να έχει κάποιος τα άστρα;"

"Γιατί ποιανού είναι;" απάντησε νευριασμένος ο επιχειρηματίας.

"Δεν ξέρω, κανενός".

"Άρα είναι δικά μου. Εγώ το σκέφτηκα πρώτος". (σελ. 47-48)



"Καλημέρα", είπε ο μικρός πρίγκιπας

"Καλημέρα" είπε το λουλούδι.

"Που είναι οι άνθρωποι;" ρώτησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας.

Το λουλούδι είχε δει μια μέρα να περνάει ένα καραβάνι.

"Οι άνθρωποι; Νομίζω πως υπάρχουν έξι εφτά. Τους έχω δει πριν από χρόνια. Μα δεν ξέρεις ποτέ που να τους βρεις. Τους πηγαινοφέρνει ο άνεμος. Δεν έχουν ρίζες κι αυτό τους δυσκολεύει πολύ".(σελ. 62)



Η αλεπού σώπασε και κοίταξε κάμποση ώρα το μικρό πρίγκιπα.

"Σε παρακαλώ... εξημέρωσέ με!" είπε.

"Θα το 'θελα πολύ", απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, "αλλά δεν έχω πολύ καιρό. Έχω να ανακαλύψω φίλους και να μάθω πολλά".

"Δε μαθαίνεις παρά τα πράγματα που εξημερώνεις" είπε η αλεπού. "Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Όλα τα παίρνουν έτοιμα από τα μαγαζιά. Αφού όμως δεν υπάρχουν μαγαζιά που να πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με!" (σελ. 69)



Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Η ουσία δε φαίνεται με τα μάτια. (σελ. 72)



Κινδυνεύεις να κλάψεις λιγάκι όταν αφήνεσαι να σε εξημερώσουν. (σελ. 82)

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Φ.Σ. Φιτζέραλντ-Γκάτσμπυ

Φ. Σ. Φιτζέραλντ, "Ο μεγάλος Γκάτσμπυ", μετάφραση Δ. Π. Κωστελένος, εκδόσεις "Γκοβόστη"

Για μια δυο μέρες ένιωθα μοναχικά, ώσπου κάποιο πρωινό, ένας άνθρωπος που ήρθε μετά από μένα στην περιοχή με σταμάτησε στο δρόμο και με ρώτησε, απελπισμένα.
-Από που πάνε στο Γουέστ Έγκ;
Του έδειξα και καθώς εξακολουθούσα το δρόμο μου δεν ένιωθα πια μοναχικά. 'Ημουνα κιόλας ένας ντόπιος, που μπορούσα να οδηγώ άλλους, ένας που ήξερα τους δρόμους. Ο άνθρωπος αυτός στην τύχη μ' έκανε να νιώσω την αίσθηση της γειτονιάς μου. (σελ. 10)

Χαμογέλασε με κατανόηση-με κάτι πιότερο από κατανόηση. Ήταν ένα απ' αυτά τα πολύ σπάνια χαμόγελα, που σου δίνουν μια αίσθηση αληθινής ανακούφισης, και που μπορείς να το συναντήσεις τέσσερις ή πέντε φορές στη ζωή σου. Το χαμόγελο αυτό κοίταξε-ή έμοιαζε να κοιτάζει-ολόκληρο τον αιώνιο κόσμο για μια στιγμή, κι ύστερα συγκεντρωνόταν επάνω σου, όλο κατανόηση και προκατάληψη για χάρη σου. (σελ.54)

Λικνιζόταν στο σκαλοπάτι του αυτοκινήτου με κείνη την περισσευούμενη ανάγκη για κίνηση, που είναι τόσο χαρακτηριστική των Αμερικανών,- και που υποθέτω πως οφείλεται στο γεγονός ότι σαν είμαστε νέοι κάνουμε ελάχιστη χειρονακτική δουλειά, ή κι ακόμη στα μ' απροσδιόριστη χάρη νευρικά και πολύ σποραδικά εθνικά μας αθλήματα. Αυτό το χαρακτηριστικό το 'βλεπες να εμφανίζεται συνέχεια κάτω από την κομψότητα της συμπεριφοράς του παίρνοντας τη μορφή μιας ανυπομονησίας. Ποτέ του δεν έμενε απόλυτα ακίνητος, πάντα θα χτυπούσε το πόδι του κάπου, ή ανυπόμονα θ' άνοιγε και θα 'κλεινε το χέρι του. (σελ. 69)

Η αλήθεια ήταν πως ο Τζαίη Γκάτσμπυ του Γουέστ Εγκ στο Λόγκ Άιλαντ ξεπήδησε μεσ' από τούτη την πλατωνική σύλληψη του ιδίου με το εγώ του. (σελ. 104)

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά κι όλο πιο δυνατά, καθώς τ' ολόλευκο πρόσωπο της Νταίζη ερχόταν στο δικό του. Ήξερε πως όταν θα τη φιλούσε και έδενε για πάντα τ' ανείπωτα οράματά του με τη σβησμένη ανάσα της, το μυαλό του δε θα μπορούσε πια ποτέ να δουλέψει σα μυαλό Θεού. Γι' αυτό περίμενε, προσμένοντας ν' ακούσει τον μουσικό τόνο που θα του 'στελνε εν' άστρο. Μετά τη φίλησε. Στην επαφή των χειλιών του εκείνη άνθησε σαν το λουλούδι κι η ενσάρκωση ολοκληρώθηκε. (σελ. 117)

-Τι κάνουμε το απόγευμα; φώναξε η Ντάιζη, και αύριο κι ύστερα από τριάντα χρόνια; (σελ. 124)

Η Νταίζη κοίταξε τον Τομ ζαρώνοντας τα φρύδια και μια ακαθόριστη έκφραση, ταυτόχρονα οριστικά ασυνήθιστη κι αόριστα αναγνωρίσιμη, πέρασε απ' το πρόσωπο του Γκάτσμπυ. (σελ. 127)

Πίστευε πως ήξερα πολλά, επειδή ήξερα διαφορετικά πράγματα από κείνη... (σελ. 156)

Έτσι πάντα αγωνιζόμαστε κόντρα στο ρεύμα, που μας ρίχνει αδιάκοπα πίσω, στο παρελθόν. (σελ. 188)

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Απόστολος Δοξιάδης-Μακαβέττας


Απόστολος Κ. Δοξιάδης, «Μακαβέττας», εκδόσεις Εστία

Τελειώνοντας, θέλω να δηλώσω ότι το ζήτημα της ιστορικής ακρίβειας του αφηγήματος ουδέποτε με απασχόλησε. Έτσι και αλλιώς, δεν επιζούν τα γεγονότα που συνέβησαν, αλλά αυτά που καταγράφηκαν. Ακόμα και αν δεν συνέβησαν. (σελ. 8 Ο πρόλογος)

«Δυο πέναλτι που δεν έδωσες», του λέει, «συν ένα που μου χρωστάς, τρία, συν ένα ακόμα για αποζημίωση, τέσσερα. Σφύριξέ τα λοιπόν στο δεύτερο ημίχρονο για να επανορθώσεις την αδικία που μας έκανες, ειδεμή θα φύγεις από δω μέσα ξαπλωτός!» (σελ. 16)

«Άκουσε Πρόεδρε. Ότι έπαιξα και έχασα το παραδέχομαι. Σε αυτό δε, φταίει το ότι δεν υπολόγισα στην ψευτιά και στην προδοσία που όμως-αλίμονο- φαίνεται ότι αυτές πια κυβερνάνε τη ζωή μας. Θέλω όμως να με ακούσεις προσεκτικά: άλλαξε τον τόνο της φωνής σου γιατί ο καιρός έχει γυρίσματα και εδώ που σήμερα κάθομαι εγώ, μπορεί αύριο να βρίσκεσαι εσύ. Άσε λοιπόν τα μεγάλα λόγια. Να συζητήσουμε ψυχραίμως. Μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια. (σελ. 28)

Η Ζέζα Φίλη του ‘λεγε και του λεγε… και τι δεν του ‘λεγε! Σαν τελείωσε την ιστορία του έργου, έπιασε την ιστορία της ζωής της, αλήθειες και ψευτιές μαζί ανακατωμένες. Μίλησε στον Μακαβέττα για τα παιδικά της χρόνια, για το όνειρο που είχε από μικρή να γίνει ηθοποιός (αλήθεια), πως έδωσε στη Δραματική Σχολή και μπήκε πρώτη (ψέμα), πόσο καμάρωσε ο πατέρας της σαν την πρωτοείδε στο πανί (ψέμα), καθώς και για τις δυσκολίες του επαγγέλματός, πως της γίνονται συνεχώς ανήθικες προτάσεις (αλήθεια) και πως εκείνη συνεχώς τις αρνείται (ψέμα). Ο Μακαβέττας την άκουγε μαγεμένος. (σελ. 105)

(Απειρόμαχε αναγνώστη, μην αναλογιστείς σε ετούτο το σημείο νεκρούς και τραυματίες, ούτε τις υλικές ζημιές, τον θρήνο και τον οδυρμό που προκάλεσε η επίθεση-ο πόλεμος έχει την δική του φιλανθρωπία.) Ο Μακαβέττας βρισκόταν εκείνες τις ώρες σε εμπόλεμη κατάσταση και τούτο μόνο μας ενδιαφέρει, ότι έτσι και αντί να επιτεθεί άρχιζε να μετακινεί ευφυώς, μια εδώ, μια εκεί, τις δυνάμεις του, να τις παρατάσσει σε θέση μάχης και να απειλεί τον Μπαϊρακτάρη ότι «αν» δεν τον αφήσει να μπει στο στρατόπεδο αυτός «θα» επιτεθεί, με άλλα λόγια να γαβγίζει χωρίς να δαγκώνει και να κάνει τους κούφιους λεονταρισμούς που συνηθίζουν να κάνουν οι ψευτοπαλικαράδες, τότε είναι απολύτως βέβαιο ότι το είχε χάσει το παιχνίδι. (σελ. 208)

«Δεκτόν», λέει ο Πρόεδρος αμέσως. «Σε διαβεβαιώ!»
«Και πως μπορώ να είμαι σίγουρος ότι δεν θα μας γελάσεις;»
«Σου δίνω τον λόγο μου, ως άνδρας και ως αξιωματικός!» (σελ. 212)

Κάποιος σοφός το έχει γραμμένο, ότι στον πόλεμο η καλύτερη στρατηγική είναι να είσαι πανίσχυρος…Η μικρή υπεροχή παλεύεται, ενίοτε και η μεγάλη-η τεράστια ποτέ. Έτσι και τραβήξει ο αγώνας σε μάκρος, στο τέλος ο Γολιάθ θα τον νικήσει τον Δαυίδ. Μην ακούτε τι λένε στα παραμύθια. (σελ. 216)

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Νίκος Χατζηιωάννου Μικρές Ιστορίες

Νίκος Χατζηιωάννου, Μικρές Ιστορίες, εκδόσεις Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης /Πυξίδα Της Πόλης, 2007



Στάθηκε πάλι μπροστά στη μικρή βιτρίνα του ενεχυροδανειστηρίου κι έκανε πως κοιτάει με ενδιαφέρον τα ετερόκλητα σκονισμένα αντικείμενα, που στoιβάζονταν δίχως τάξη και ειρμό, ενώ ταυτόχρονα έριχνε κλεφτές ματιές προς το εσωτερικό προσπαθώντας να μαζέψει το απαραίτητο κουράγιο για να μπει. [σελ. 11]


Κι αυτός που ήξερε με ακρίβεια δεκάρας την τιμή κάθε αντικειμένου τους παραχωρούσε τη μάταιη χαρά να νομίζουν ότι τον κορόιδεψαν, ενώ τους πουλούσε τα πιο καλά του κομμάτια δύο και τρεις φορές πιο πάνω από την πραγματική τους τιμή. [σελ. 13]


Με το ροζιασμένο χέρι του έγραφε στο ρυπαρό κατάστιχο του αμετάκλητες και τρομερές καταδίκες. [σελ. 13]


Λες και ο γέρος κρατούσε σημειώσεις για τις ψυχές των ανθρώπων και με κάθε γραμμή που έγραφε τις έδενε όλο και πιο σφιχτά στην εξουσία του. [σελ.15]


Είναι κάτι φοβερές στιγμές που ακόμη και η προηγούμενη μας δυστυχία μας φαίνεται ένα τίποτε μπροστά σ` αυτό που μας συμβαίνει κι επιθυμούμε ολόψυχα όσο και μάταια την επιστροφή μας σ` αυτήν. Τότε είναι σχεδόν σίγουρο πια πως έχουμε πιάσει πάτο. [σελ.18]


Έριξε μια μάτια στο πτώμα του γέρου. Δεν του φαινόταν πια τόσο αποκρουστικός. Άλλωστε τη δουλειά του έκανε και κοιτούσε το συμφέρον του, όλοι έτσι δεν έκαναν; Από τον τελευταίο αλήτη ως τους μεγαλοσχήμονες που κυβερνούν με ύφος αλαζονικό λες και ανήκουν σε ξεχωριστό είδος. [σελ. 20]


Σε όσους ρωτούσαν θα έλεγε πως ήταν ένας μακρινός συγγενής του άλλωστε στη γειτονιά έχουν μάθει να μην ρωτάνε πολλά. Θα έβρισκε μια πειστική δικαιολογία. Και με το πτώμα κάτι θα έκανε. [σελ.21]


Από την μικρή ιστορία: Σαν πατέρας


Τεντώθηκα νωχελικά συνδυάζοντας την εύθραυστη ευαισθησία ενός ποιητή σε φάση κατάθλιψης με την απειλητική χάρη ενός αρπακτικού υπό εξαφάνιση. [σελ. 25]


Η παγκόσμια συνομωσία των κρυστάλλων. Μ` έλουσε παγωμένος ιδρώτας με λίγες σταγόνες λεμονιού και μια δόση tabasco. Το είδωλό μου είχε μυστηριωδώς εξαφανιστεί. [σελ. 26]


Τις επόμενες δύο μέρες τις πέρασα τυλιγμένος μέσα σε μια γαλαζωπή θολούρα, μεταξύ παραληρήματος και ανείπωτου φόβου κάθε φορά που πλησίαζα έναν από τους καθρέφτες μόνο και μόνο για να αντικρίσω την ίδια μου την απουσία. [σελ. 27]


Αποχώρησα με ελαφρά τραυματισμένο το κουστούμι μου και ετοιμοθάνατη την αξιοπρέπειά μου. [σελ. 29]


Όλη αυτή την ώρα ένιωθα σαν πτώμα υποχρεωμένο να παρακολουθεί την ίδια του την ταρίχευση. Προσπάθησα να αποδιώξω τη σκέψη. [σελ. 30]


Βήμα το βήμα, με σοφό υπολογισμό, το είδωλό μου με οδήγησε στην πλήρη εξαθλίωση κι έπειτα εξαφανίστηκε, ποιος ξέρει που. Ίσως για κλίματα θερμότερα. Πάντα μου άρεσαν. [σελ.32]


Κι όταν κοίταζα το είδωλό μου, στην πραγματικότητα το είδωλό μου ήταν αυτό που κοίταζε εμένα, με παρατηρούσε και μου χαμογέλασε μία τελευταία φορά, πριν με εγκαταλείψει. [σελ. 33]


Από τη μικρή ιστορία: Το είδωλο


Σ` ένα μόνο δεν είχα καταλήξει ακόμα, με τι μουσική θα επένδυα τις τελευταίες μου ώρες. Αλλά για αυτό είχα ακόμη λίγο καιρό, αν υπολόγιζα σωστά. [σελ.38]


Την επόμενη μέρα ξύπνησα χαράματα σχεδόν, πριν προλάβει να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Στην αρχή μου είχα φανεί γελοία η εικόνα. Λίγο πριν το τέλος του κόσμου ένας άνθρωπος πριν πέσει για ύπνο ρυθμίζει με φροντίδα το ξυπνητήρι του. Κάπου είχα διαβάσει ότι ο άνθρωπος κοιμάται για να μην τον συντρίψει η θλίψη. Ο ύπνος μας είναι μια αναβολή σοφά υπολογισμένη. [σελ. 39]


Άλλωστε αν η εικόνα με το ξυπνητήρι είναι γελοία, τι να πούμε τότε για την εικόνα ενός ανθρώπου που χάνει το τέλος του κόσμου επειδή κοιμόταν. [σελ.39]


Στη ραγισμένη οθόνη ενός υπολογιστή κάποιος είχε κολλήσει ένα σημείωμα βιαστικά γραμμένο: "Εδώ έζησε ένας άνθρωπος που, αν του βάζανε ωράριο στην αναπνοή, θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να το παραβιάσει". Μ` έπιασε θλίψη. [σελ.40]


Τα παιδικά τραγουδάκια είναι σαν τις σημαντικές μας αποτυχίες: ποτέ δεν τις ξεχνάμε πραγματικά. [σελ. 42]


Τα βράδια λίγο πριν κοιμηθούμε, παίζαμε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι με τα ονόματά μας. Κάποιος ξεκινούσε φωνάζοντας ένα όνομα, αυτός που άκουγε το όνομά του συνέχιζε φωνάζοντας το όνομα κάποιου άλλου και ούτω καθεξής, προσέχοντας κάθε φορά να μην επαναλάβουμε ένα όνομα που είχε ήδη ακουστεί. Το παιχνίδι αυτό για ένα ανεξήγητο λόγο μας προκαλούσε τρομερά γέλια. [σελ. 44]


Ήμασταν έτοιμοι για την πρώτη και τελευταία παράστασή μας κι εγώ συνειδητοποίησα πως είχα βρει πια τη μουσική που τόσο καιρό έψαχνα. Ένα φάλτσο παιδικό τραγουδάκι για το τέλος του κόσμου. [σελ.45]


Από τη μικρή ιστορία: Ένα φάλτσο τραγουδάκι


Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Marguerite Yourcenar-Διηγήματα της Ανατολής

Marguerite Yourcenar, "Διηγήματα της Ανατολής", μετάφραση: Ιωάννα Χατζηνικολή, Άννα Φραγκουδάκη, Έφη Αβδελά, Γεωργία Παπαγεωργίου, εκδόσεις Χατζηνικολή.

Δεν είχαν βαριές αποσκευές γιατί ο Βανγκ Φο αγαπούσε το είδωλο των πραγμάτων κι όχι τα ίδια τα πράγματα και κανένα αντικείμενο στον κόσμο δεν του φαινότανε άξιο να αποκτηθεί, έξω από τα πινέλα, τα βάζα με τη λάκκα και τα μελάνια της Κίνας, τους ρόλους του μεταξιού και το ρυζόχαρτο. (σελ. 11).

Ο πατέρας μου είχε συγκεντρώσει μια συλλογή από πίνακές σου μέσα στην κάμαρα την πιο κρυφή του παλατιού, γιατί ήταν της γνώμης ότι τα πρόσωπα των εικόνων πρέπει να κρατιούνται μακριά από τους αμύητους που μπροστά τους δεν μπορούν να χαμηλώνουν τα μάτια. (σελ. 17).

[...] Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν πλαστεί για να χαθούν μέσα σε μια ζωγραφιά. (σελ. 22, "Πώς εσώθηκε ο Βανγκ Φο").

Έκανε ζέστη, τη ζέστη που κάνει μόνο στην κόλαση. (σελ. 39).

[...] Το μετάξι είναι τεχνητό, οι τροφές, αηδιαστικά συνθετικές, μοιάζουν με τα υποκατάστατα των τροφίμων, αυτά με τα οποία παραγεμίζουν τις μούμιες και οι γυναίκες αποστειρωμένες ενάντια στη δυστυχία και τα γηρατειά σταμάτησαν να υπάρχουν. Μόνο στους θρύλους των ημιβάρβαρων λαών συναντάει κανένας ακόμα τα πλάσματα αυτά τα πλούσια σε γάλα και δάκρυια που θα περηφανευόμασταν να είμαστε τα παιδιά τους... (σελ. 40, "Το γάλα του θανάτου").

Σε λίγο όμως διαπίστωσε ότι η όρασή του αδυνάτιζε: ωσάν όλα τα δάκρυα που είχε χύσει πάνω στις εύθραυστες ερωμένες του να του είχαν κάψει τα μάτια και αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει ότι τα σκοτάδια γι' αυτόν άρχιζαν πριν από το θάνατο. (σελ.52).

Θα πεθάνω, είπε με δυσκολία. Δεν παραπονιέμαι για το πεπρωμένο αυτό που μοιράζομαι με τα λουλούδια, τα έντομα και τ' αστέρια. Μέσα στο σύμπαν όπου όλα παρέρχονται σαν όνειρο, θα ένιωθε άδικα κανείς να διαρκεί για πάντα. Δεν παραπονιέμαι που τα πράγματα, τα όντα, οι καρδιές είναι όλα φθαρτά, αφού ένα μέρος της ομορφιάς τους ανήκει σ' αυτή τη δυστυχία. Αυτό που με θλίβει είναι η μοναδικότητά τους. Άλλοτε, η βεβαιότητα πως κάθε στιγμή της ζωής μου θα κέρδιζα μιαν αποκάλυψη, που δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ, αποτελούσε την πιο μεγάλη απ' τις κρυφές μου ηδονές: τώρα πεθαίνω μ' ένα αίσθημα ντροπής σαν ένας προνομιούχος που παίρνει μέρος μόνος σε μια εξαίσια εορτή που δε θα επαναληφθεί δεύτερη φορά. (σελ. 59, "Ο τελευταίος έρωτας του πρίγκιπα Ζένγκι").

Αυτές οι Νεράιδες των κάμπων μας είναι αθώες και κακές σαν τη φύση που άλλοτε προστατεύει και άλλοτε καταστρέφει τον άνθρωπο. Οι θεοί και οι θεές της αρχαιότητας έχουν πεθάνει και τα μουσεία δεν περιέχουν παρά τα πτώματά τους από μάρμαρο. Οι νύμφες μας μοιάζουν περισσότερο με τις μάγισσές σας παρά με την εικόνα που σας κάνει να σχηματίζετε ο Πραξιτέλης. (σελ. 67-68, "Ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε τις Νεράιδες").

-Ποιός σου λέει ότι η γαλήνη του Θεού δεν απλώνεται και στις Νύμφες όπως στις ελαφίνες και στα κοπάδια τις γίδες; αποκρίθηκε η νέα γυναίκα. Δεν ξέρεις ότι στα χρόνια της Δημιουργίας ο Θεός ξέχασε να δώσει φτερά σ' ορισμένους αγγέλους, που έπεσαν πάνω στη γη κι εγκαταστάθηκαν μέσα στα δάση όπου σχημάτισαν το γένος των Νυμφών και των Πανών; Και άλλοι εγκαταστάθηκαν πάνω σ' ένα βουνό, όπου γίναν θεοί ολύμπιοι. Μην υμνείς, σαν τους ειδωλολάτρες, το δημιούργημα σε βάρος του Δημιουργού, αλλά και μη σκανδαλίζεσαι από το έργο Του. Και να ευχαριστείς το Θεό από την καρδιά σου που έπλασε την Άρτεμη και τον Απόλλωνα.
-Το πνεύμα μου δε φτάνει τόσο ψηλά, είπε ταπεινά ο γέρος μοναχός. Οι Νύμφες ταράζουν το ποίμνιό μου και βάζουν σε κίνδυνο τη σωτηρία του για την οποία ευθύνομαι μπροστά στο Θεό, και γι' αυτό, αν χρειαστεί, θα τις καταδιώξω μέχρι την Κόλαση.
-Και αυτός ο ζήλος θα σου καταλογιστεί, τίμιε καλόγερε, είπε χαμογελαστά η νέα γυναίκα. Αλλά δε βλέπεις τρόπο κανένα για να συμβιβάσεις τη ζωή των Νυμφών με τη σωτηρία του ποιμνίου σου; (σελ. 81, "Η Παναγιά η Χελιδονού").

Θα μπορούσε να γυρίσει ανενόχλητος στο σιδεράδικό του, αλλά ήταν από εκείνους που προτιμούν πάνω απ' όλα τη γεύση του ελεύθερου αέρα και της κλεμμένης τροφής (σελ. 87, "Η χήρα Αφροδισία").

Το στόμα της είναι ζεστό σαν τη ζωή˙ τα μάτια της βαθιά σαν το θάνατο. (σελ. 99, "Η αποκεφαλισμένη Κάλι").

"-Της κόρης π' αγάπησα και που μου το ΄πε αυτό της πήρα το δεξί χέρι, έκανε ο άνθρωπος που χαροπάλευε. Και ήταν και οι αιχμάλωτοι που στραγγάλισα αν και είχαμε δώσει λόγο..., αλλά δε βαριέσαι, έκανα και καλά. Έδωσα στους φτωχούς, έδωσα στους παπάδες...
"-Μη πιάνεις να κάνεις λογαριασμό, είπε ο γέροντας. Είναι πάντα, ή πολύ νωρίς ή πολύ αργά και δε χρησιμεύει σε τίποτα. Άσε με καλύτερα να βάλω την τριχιά μου κάτω από το κεφάλι σου για να 'σαι λιγότερο άβολα πάνω στο χώμα. (σελ. 110, "Το τέλος του Μάρκο Κράλιεβιτς").

-Ο Θεός είναι ο ζωγράφος του σύμπαντος.
Και με πίκρα, χαμηλόφωνα:
-Τι δυστυχία, κύριε Σύνδικε, που ο Θεός δεν αρκέστηκε να ζωγραφίζει τοπία." (σελ. 116, "Η θλίψη του Κορνήλιου Μπεργκ").

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Άρης Φακίνος-Τα παιδιά του Οδυσσέα


Άρης Φακίνος, "Τα παιδιά του Οδυσσέα" εκδόσεις Καστανιώτη


Μακριά από την πατρίδα μας δε θα επιζούσαμε παρά μονάχα όσο καιρό θα 'μεναν κολλημένοι στις ρίζες μας λίγοι σβόλοι από τη γη μας. (σελ. 7)


Τον Διομήδη δεν τον συγκινούσαν καθόλου τα πλούτη κι οι θησαυροί, οι φιλοδοξες εκστρατείες κι οι καταχτήσεις των Ελλήνων τον άφηναν αδιάφορο. Έλεγε πως δεν καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι σκοτώνονται και σφάζονται για να πάρουν ο ένας τον τόπο του άλλου, γιατί αλληλοτρώγονται για να ελέγχουν με το στρατό και τα καράβια τους στεριές και θάλασσες, γιατί, στα καλά του καθουμένου, τα βάζουν με τους γείτονές τους. Οι θεοί πρόσθετε, είχαν θελήσει όλους τους θνητούς λεύτερους πάνω στη γη, στην πατρίδα τους, μα όπως και για όλα τα ζωντανά πλάσματα τους είχαν ορίσει τα μέρη όπου θ' αναζητούσαν και θα 'βρισκαν τη θροφή τους, τους είχαν δείξει καλά μέχρι που είχαν δικαίωμα να περιπλανηθούν, που ακριβώς βρίσκονταν τα σύνορα της επικράτειάς τους. (σελ. 25)


Ο ένας μετά τον άλλο, σιγά σιγά, οι παλιοί κόσμοι έσβηναν γύρω τους σαν όνειρα, οι κοινωνίες που γνώριζαν ξέφτιζαν και διαλούσαν σαν πολυφορεμένα ρούχα, οι άνθρωποι άλλιώτευαν. Ελάχιστοι ήταν πια όσοι ρωτούσαν τους γέρους προεστούς και τους μάντεις περί του πρακτέου, όλο και λιγόστευαν αυτοί που πίστευαν στους πατρώους θεούς, που γονάτιζαν μπροστά στους βωμούς τους για να τους προσφέρουν θυσίες. Σιγά σιγά όλα άλλαζαν στον τόπο μας, οι βάρβαροι, που μας είχαν καταχτήσει αυτή τη φορά, επέβαλλαν με τη βία νέες θεότητες που θα κυβερνούσαν και θα ρύθμιζαν από δω και μπρος τη ζήση μας. (σελ. 38-39)


Ερχόταν τακτικά στην κάμαρή μου, εκεί που διάβαζα ή έγραφα, έπιανε κουβέντα μαζί μου και μου 'λεγε να κάνω υπομονή, να μη χάνω το θάρρος μου, να μη βαρυγκομώ για των δασκάλων μου τις απαιτήσεις. Όσα κι αν προλάβαινα να μάθω, χρήσιμα θα 'ταν, λίγα ή πολλά, αλήθειες ή ψέμματα. Αργότερα, σαν θα μεγάλωνα, όλα αυτά θα τα ξεκαθάριζα μονάχος μου, θα 'βγαζα άκρη με το δικό μου μυαλό, θα ξεδιάλεγα τις γνώσεις, όπως κάνουμε και με τα φασόλια: από τη μια μεριά τα τζούφια, για τα σκουπίδια, από την άλλη τα καλά, για το τσουκάλι μας. (σελ. 52)


Σε μια στιγμή ενώ ακούγονταν στο δρόμο μας πολυβολισμοί κι εκρήξεις, ο πατέρας μου ξεδίπλωσε ένα σεντόνι, τ' άπλωσε κατάχαμα μέσα στην κάμαρή μου και πήρε να ντανιάζει γρήγορα βιβλία, χαρτιά, τετράδια. Άδικα η μάνα μου του φώναζε να τα παρατήσει όλα σύξυλα και να κοιτάξει να γλυτώσει πρώτα τη ζωή του, πως θα 'πρεπε να φχαριστούσε το Θεό αν σε λίγες ώρες θα 'ταν η φαμίλια του ζωντανή και το σπίτι του ακόμα όρθιο. Εκείνος ούτε που την άκουγε καν, μάζευε ότι προλάβαινε, μου 'λεγε και του κατέβαζα από τα ράφια λεξικά, γραμματικές, συνταχτικά, άρπαξε ξαφνικά τον Όμηρο και τη Βίβλο, πρόσθεσε στο φορτίο του τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη και τον Ησίοδο. (σελ. 55)


Δεν τον πείραζε, ο κάθε θνητός είναι αφέντης του εαυτού του, κάνει ότι μπορεί για να αλλάξει κάπως τις αποφάσεις που παίρνουν οι θεοί για λογαριασμό του. (σελ. 106)


Όλα έδειχναν ότι κάποτε, ήθελαν δεν ήθελαν, οι άνθρωποι θ' αναγκάζονταν να συμβιώσουν ειρηνικά, αδερφωμένα, μας περίμεναν όλους ρόδινες κι ευτυχισμένες εποχές, τα έθνη θα συνεργάζονταν, οι λαοί θα μόνιαζαν-οι συγκρούσεις, που προκαλούν τα σύνορα κι οι εθνικισμοί, θα 'ταν αδιανόητα πράγματα στο μέλλον. (σελ. 134-135)


Θεωρούσε τα βιβλία ιερά αλλά κι επίφοβα αντικείμενα, είχε ακούσει πως είχαν καταστρέψει την ζωή κάμποσων ανθρώπων, πως εξαιτίας τους μερικοί είχαν καταλήξει στις φυλακές, άλλοι βρίσκονταν μαντρωμένοι σε στρατόπεδα ή γερνούσαν στις εξορίες. Πως μπορούσε να ξεχάσει τις ατελείωτες στερήσεις που 'χε τραβήξει με τον πατέρα μου για να μάθω γράμματα, για να πάω σχολείο, για να βγάλω αργότερα το Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο, ώστε να βρω καμιά δουλειά και να μη χρειαστεί να φύγω, να ξενιτευτώ; Καμιά φορά, όταν ερχόταν στην κάμαρή μου για να συγυρίσει, την παρατηρούσα που στεκόταν μπροστά στη βιβλιοθήκη μου με δέος, που καθάριζε έναν έναν τους τόμους περνώντας τους με το ξεσκονόπανο απαλά, προσεχτικά, που τους κοίταζε συλλογισμένα και παρακαλεστικά, όπως ακριβώς έκανε όταν προσευχόταν σιωπηλα μπροστά σε μια εικόνα. (σελ. 174)


Ταξιδεύαμε χωρίς να ξέρουμε που ακριβώς πηγαίναμε, πόσο θα κρατούσε η περιπλάνησή μας, ποιοι θα μας πρόσφεραν άσυλο και φιλοξενία, που τελικά θα κατασταλάζαμε. Με τα πρόσωπα κολλημένα στα φινιστίνια τ' αεροπλάνου, βλέπαμε για πρώτη φορά από τόσο ψηλά τη γη μας, το βλέμμα μας άγγιζε τις κορφές των αλλεπάλληλων κι άγριων βουνών της, κατέβαινε μέχρι τους λιγοστούς και φτωχούς κάμπους της. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα σε προαιώνιους ελαιώνες, σ' αμπέλια και σε σπαρτά, ξεδιακρίναμε παλιά πέτρινα και μισογκρεμισμένα γεφύρια, χωριουδάκια, κοιμητήρια, καπνούς που ανάθρωσκαν, ήμεροι κι ειρηνικοί, από τις καμινάδες των σπιτιών της. (σελ. 236-237)